- λωβήμων
- λωβ-ήμων, ον, gen. ονος, = foreg., in acc. sg.,A
λωβήμονα κῆρα Nic.Al.536
(v.l. λωβήτορα).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λωβήμονα κῆρα Nic.Al.536
(v.l. λωβήτορα).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λωβήμων — λωβήμων, ον (Α) λωβήεις*. [ΕΤΥΜΟΛ. < λώβη «κακομεταχείριση, προσβολή» + κατάλ. ήμων (πρβλ. αιδ ήμων, ελε ήμων)] … Dictionary of Greek
λωβήμονα — λωβήμων neut nom/voc/acc pl λωβήμων masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λώβα — και λούβα και λώβη, η (AM λώβη, Μ και λώβα και λούβα) η νόσος λέπρα αρχ. 1. κακή μεταχείριση, κακοποίηση («λώβη τε καὶ διαφθορά», Πλάτ.) 2. προσβολή, χλευασμός, ατίμωση, ύβρη («τίσετε λώβην» θα τιμωρηθείτε για την προσβολή, Ομ. Ιλ.) 3.… … Dictionary of Greek